-
1 ἀνα-πληρόω
ἀνα-πληρόω, ansfüllen, ergänzen, τὸ κενωϑέν Plat. Tim. 81 b; εἴ τι ἐξέλιπον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; eine Zahl vollzählig machen, τοὺς διακοσίους Dem. 14, 16; vgl. Xen. Vect. 4, 24; τὴν βουλήν Plut. Popl. 11; τὰς τάξεις Pyrrh. 18; – pass., wieder voll werden, ὁ ἥλιος ἀνεπληρώϑη Thuc. 2, 28; erfüllen, τινός, Plut.; bezahlen, Appian. – Med. δώματα Eur. Hel. 908; – ἀναπληρωτέον τὴν ἀλήϑειαν, man muß die volle Wahrheit geben, Plut. Cim. 2.
-
2 δι-ίστημι
δι-ίστημι (s. ἵστημι), auseinanderstellen, gesondert aufstellen; τοὺς λόχους Thuc. 4, 74; trennen, unterscheiden, κατ' εἴδη, ἐν τάξει, Plat. Phil. 23 d Rep. X, 617 d; εἰς μέρη, Dem. 18, 61, u. Sp; neben διακόπτω, Plut. Pomp. 19; τὶ ἀπό τινος, dem χωρίζειν entsprechend, Symp. 4, 1, 3, vgl. D. Hal. 9, 17; ἡμᾶς ἀλλήλων, Anton. 84; τίτινος, davon unterscheiden, Ath. VII, 803 d. Auch im med. praes. u. aor., γένη Plat. Tim. 63 c; τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Rep. II, 360 e. – Dah. τὸν δῆμον, veruneinigen, Ar. Vesp. 41; vgl. τὴν Ἑλλάδα Her. 9, 2; Xen. Hell. 2, 2, 35; Thuc. 6, 77, τινά τινος; Luc. D. Mort. 14, 2. – Häufiger im med. u. perf. nebst aor. II. act., sich auseinanderstellen, trennen, Ggstz von συνάγεσϑαι, Plat. Tim. Locr. 101 a; ϑάλασσα διίστατο Il. 13, 29; vgl. 17, 391. 24, 718; διαστὰν γᾶς βάϑρον, auseinander klaffend, Soph. O. C. 1653; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῠ Her. 7, 129; – bes. feindlich, διαστήτην ἐρίσαντε Il. 1, 6; τίη δὴ νῶι διέσταμεν Iliad. 21, 436; – διέστησαν χωρίς Her. 8, 16, sie trennten sich; nach dem Kampfe auseinander gehen, 1, 76; vgl. Isocr. 5, 38; πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Plat. Rep. VIII, 550 e; κατὰ πόλεις διέσταμεν, sind getrennt, Thuc. 4, 61; διέστησαν κατὰ διακοσίους, sie stellten sich abgesondert in Haufen von zweihundert Mann auf, 4, 32; vgl. Xen. An. 1, 5, 2; πολὺ διεστώσας τάς τε – καὶ τὰς – γνώμας εὑρήσομεν Isocr. 1, 1; ἡ Πελοπόννησος διειστήκει Dem. 18, 18, hatte sich in Parteien getrennt, wie εἰς δύο 10, 4; ἐς συμμαχίαν ἑκατέρων Thnc. 1, 15; πόλεως διεστώσης Plut. Num. 17; πρὸς ἄλληλα Arist. Pol. 1, 8, u. Sp.
См. также в других словарях:
Αλπ Αρσλάν — (1029 – 1072). Δεύτερος σουλτάνος (1059 72) της τουρκικής δυναστείας των Σελτζουκιδών της Περσίας, δισέγγονος του ιδρυτή της Σελτζούκ και ανιψιός του πρώτου σουλτάνου του κράτους, Τογρούλ μπέη. Το πλήρες όνομά του ήταν Μεχμέτ μπιν Νταούτ (ή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
Μπότσαρης, Μάρκος — (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Κίτσου Μ., υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης. Παρακολούθησε από νεαρή ηλικία τον πατέρα του σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του Αλή. Διέμεινε στην… … Dictionary of Greek
Λικάρης ή Λικάριος — (13ος αι.). Φράγκος ιππότης και βυζαντινός αξιωματούχος. Γεννήθηκε στην Κάρυστο, ενώ αναφέρεται και με το όνομα Ικάριος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Εύβοια από τη Βικεντία. Μολονότι ήταν ένας άσημος ευπατρίδης, παντρεύτηκε τη Φελίζα,… … Dictionary of Greek
Άκουφις — (4ος αι. π.Χ.). Άρχοντας της Νύσας, πόλης της Ινδικής, που παρακάλεσε τον Μέγα Αλέξανδρο να μείνει η χώρα του αυτόνομη. Ο Αλέξανδρος έβαλε τον Ά., που ήταν ηλικιωμένος, να καθήσει σε ένα μαξιλάρι, και του ζήτησε ως ομήρους εκατό από τους ευγενείς … Dictionary of Greek